κατοδύρομαι

κατοδύρομαι
κατοδύ̱ρομαι , κατά-ὀδύρομαι
lament
aor subj mp 1st sg (epic)
κατοδύ̱ρομαι , κατά-ὀδύρομαι
lament
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατοδύρομαι — (Α) 1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.) 2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀδύρομαι «θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκατοδύρομαι — Α οδύρομαι, θρηνώ εκ τών προτέρων («τὴν ἐσομένην συμφοράν προκατοδύρεσθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοδύρομαι «θρηνώ πάρα πολύ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”